Καβακλιτούδιαμ αγαπημένα καλημέραααααααα
Δόξα του θεο΄σκόθκαμι κι σιμιρης γεροί κι μ όριξι για γράψιμου.
Ακουλούθισα σίμιρα τσυμβουλή σφιλινάδαςμ σλίτσας ιωακειμίδου που μιπι μη σμαιρέβς σήμιρα ας φαν απου τα χτές.
Κι έτσι λοιπόν παένου σμάναμ του προυι για τουν καθιερουμένου καιβέ κι ιμόζου τφαρέτραμ μι μασάλια κι κάθουμι άνιτα να σας γράψου.
ΚΟΥΣΑΡΑ ΚΙ ΠΡΟΥΣΦΟΛΙΑ
Η μάναμ είχι στα μικράτατς τα χρόνια φιλινάδα πουλί τμαργούδα ντόπσου. Νίσκα τα καημένα κατουχή.
Μόνι ουγάριαζαν τι να φκιάσν να μπουρέσν να φαν οχι νο τι μάς που ουγαριάζουμι πως να μη φάμι γιατί απ του πουλί φαί δα σκάσουμι.
Ικεί που κάθουνταν σναυλήτς χτάζν τν κουσαρά να κουσεί τ αυγάτς κι σκέφτουνται άμα τσκώσν κι πάρν τα αυγά τι πουά πράματα μπουρούν να ψουνίσν.
Μια κι δυο ιμόζν μιά πουδιά μι αυγά κι παέν στουν κουρταχτά πούχει παντουπουλείου στν αγουρά στου βαφειάδη.
Αφήν τα αυγά μι ψυχραιμία κι σουβαρές περν θρυψινη κι καραμιούδις κι καμαρουτές καμαρουτές απουχουρούν. Νε αλλά τουν κουρταχτά τον έκαψι του κρουμύδι κι σι λέει τοσα πουά αυγά που τα βρήκαν αυτές.
Τσακίζει ένα αυγό βγαίνει ένα πουούδι τσακίζει κόμα ένα να πειστεί ουλουκληρουτικά ουραντίζει κιαου πουούδι.
Σαν αρπάζει τα προυσφόλια κι χιρνά να σκυνηγά κι να προυσπαθεί να σματιάσι τουν πατσά μι κάνα προυσφόλι κι αυτές να κουσιάζν κι απουλνούν κι τα ψώνιατς στράτα κι απ του φόβου τς ρουκούθκαν κάτ από ένα ντιβάνι που ειχαν η μαργούδα σαυλήτς κι μέχρι του βράδυ ικεί ζάρουναν.
ΣΤΡΑΓΑΟΥΔΙΑ ΚΙ ΙΧΜΑΛΟΥΣΊΑ
Σγουνία που είνι του μπουνζούρ παλιά είχι του μαγαζούδιτς η μουλιούκι ντιντέ κι πουούσι στραγαούδια κι φυστικούδια.
Σι λέει από ταύτα δαφάμι?? Πέρν ένα πιντακουσιάρκου απ αυτά που είχαν καταργηθεί κι παένι σ μουλιούκου τ απουλνούν κι παραγγέλν στραγαούδια.
Αυτές είχαν κι οι δυό παλτά μι κάτι τρανές τζιοπδις κι χίρσι η μουλιούκου μι του πουτηρούδι να σιμόζι κι να μη μπιτίζι.
Ελια αφού μπίτσι κι φούσκουσαν οι τζιόμπδις αχμάκα αχμάκα χίρσαν να κατηφουρίζν ια του σπίτι σμαργούδας.
Μόλις έφτασαν στου ύψους σμαρίνας του σπίτι κάτι σ νάπχασαν υρνούν κι βλέπν τν μουλιούκου αγριεμένη να σας αρπάζει κι σδυο απου σγιακάδις κι να σκουαλεί ουπισ στου μαγαζί κι σκρατεί νο ιχμάλουτεις.
Κι χίρσι πουτηρούδι πουτηρούδι απού καθι μιας του τζόπου ν αδιάζει του ξουπίσου ούλα τα στραγαούδια κι να μι σαφήκι σκαιμένες ουτι ένα να ματσκαλήσν.
ΜΙΟΥΑ ΚΙ ΑΝΤΑΡΤΙΣ
Η γιατρός η κάμπας φυσικά ικίνη τν ιπουχή είχι τουν τρόπου του ι αθραπους είχι κι ένα κτήμα που είχει μια μηλιά κι όταν έκαμι τσγκουμιδί τα αράδιασι σ ενα δουμάτιου αφκει κι του παράθυρου ανοικτό κατ τν αυλήτ μιριά να αερίζουντι να μη σαπίσν.
Η μάναμ κι η μαργούδα πιρνούσαν ξαναπιρνούσαν απόξου τμέρα κι μόνι μυρζαν νο λαγουνικά αλλά τέτοια μουσχουβουλιά λεει κόμα κι τώρα τθυμάτι.
Ενα βράδι απουφασίζν να φκιάσν έφουδου. Η μαργούδα ήταν πουλύ αφρούτσκι νο γάτα πηδούσι κι σκαρφάουνι.
Η μάναμ βαρούτσκ ουλου τντσαουπατούσι ούλου απου κάτ τνέβανι ανέβινι ψηάτς κι σκαρφάουνι.
Ετσι κι του βράδι ικείνου η μάναμ κουκουρουμένη κι η μαργούδα απάντς ρίχνητι απ του παραθύρι μέσα στου δουμάτιου κι χίρσι να ρίχνει τα μήουα όξου απ του παραθύρι,
Νε αλλά η κάμπαινα άκσι θόρυβου κι χίρσι να φουνάζει του γιατρό. Γιώργο Γιώργο σήκω ήρθαν οι αντάρτες.
Η μάναμ κι η τόπτσου τσόλτσαν τα γόνατάτς απ του κόσιαγμα κι του ξέιρμα μέχρι να φτάσν στα σπίτιατς να μη έτρουαν κι καμιά αδέσπουτη ντεμέκ αντάρτις.
Το δίδαγμα τιπουτα δεν έφααν οι καημένις μστρεις αυτές προυσπάθειης απέτυχαν παταγωδώς ως κλέφτρες στα χρόνια της κατουχής.
Η μάναμ ιγώ σ αυτά ήμαν αχμάκη ουλα τα οργάνουνει η μαργούδα.
Σν ιρώτησημ μάνα μουκριές ήσασταν όταν ταφκιαντι αυτά φαντάζουμει.
Μπά κουτζά τρανουτσκεις.