Αγαπημένα μου καβακλιουτούδια
Η μάναμ όταν είμασταν σαλουνίκη όπους σας είπα κι σι προυγινέστερεις ιστουρίες παρότι δεν ήξιρι να διαβάζει ουλου αυτήν ρουτούσαν λόγου είπαμι ιμφάνισις.
Απέπνεε έναν αέρα. Εικεί που περπατούσι πάλι στη χαλκιδικής στη γειτουνιάς μας για να πάει σνανηψιάς τς για καφέ ήταν μια πλατφόρμα μι καρπούζια αραγμένη μπρουστά σε ένα μαγαζί μι υφάσματα.
Απάν σνπλατφόρμα μια κατσιβέουα μι τουν κατσιβιουου.
Μόλις ματιάζει η κατσιβέουα πάλι τμάναμ τρουτά.
Καλέ κυρία πόσου έχει του μέτρου αυτό του ύφασμα μι του χρώμα του κόκκινου?????
Χτάζει η μάναμ τν κατσιβέουα μι ύφους πιρισπούδαστου χτάζ κι σβιτρίνα ένα καουό ύφασμα κόμα στα μάτιατς τοχει κόκκινου φλουγιρού αγρουνίζ ένα πέντ κι τν απαντά.
500 δραχμές του μέτρου.
Ποιός είδι τν κατσιβέουα κι δε φουβήθκι .
Ακούς μπρε πεντακόσιες δραχμές εινι του μέτρου κι συ για να μη με το πάρεις μι λες χίλια πεντάκόσια του μέτρου ψέματα μι λες για να μη με το αγοράσεις????.
Αμπρέ ιγού δε βλέπου φουνάζει η κατσίβιους κι κατεβαίνει απ τν πλατφόρμα να ιδεί ξανά να χιλια πιντακόσια γράφει.
Αμπρέ ψεύτη το ΚΥΡΙΑ δεν ξέρει κι ξέρεις ισύ… ψεύτη ε ψεύτη… και σα χείρσαν να μαδιούντι κι η μάναμ να κουσιάζει απ του φόβουτς μη τνπακαλισν κι κανα καρπουζ στου κιφαλι κι να λεει μαναμ δα σκουτουθούν αυτοί … τι εφκιασα πάλι … χεμ δεν ξέρου κι ουλου νακατώνουμι … πει δεν έχου τα ιαλιάμ κι φεύγα.