Αγαπημέναμ καβακλιουτούδια καλησπέρα σας
Κι τι πιριμένατει δηλαδής που είχητει αγουνία???
Να τ ακυρώσει????
Να χιρίσν να σουβαντίζν ούλου του σπίτι κι όταν είχαν τσειράτς να βάλν φώς πάλι να σκάφτν ούλα τα ντβάρια???
Δε πάνα τφώναζις τγιαγιάσ έφκιανι αυτό που νόμαζι.
Η παππούις ι να βρουντθεί να φουνάξει αλλά στου τέλους τν παραδέχιταν για τν καπατσοσύντς κι ιούσι κάτ απ τα μουστάκιατ κι πήινι κι πλέρουνι.
Αφού μπίτσαν οι ηλικτρουλόγοι μη φκιάνει δυό τινικέδις σουβά ντιμ ημαν σουβατζής.
Φωναξι κι ένα μάστουρα ηκείνους σουβάτζι ιγώ ετριβα απο ουπίσ να είνη ίσα κι αυτή…. κουμπάρα….. γκιζιέρζι..
Τν άλλη μέρα μι λέει προυι προυί νύφη σι πήρα μπουγιές σ εφκιασα κι ένα κουβά να αλείψεις κι του σπίτι ……
τα χέριασ αμα μπιτίησ….. να πλύντς σ στρατούδις κι τα παρτσάλια…. κι δα καθαρίσν κι αυτά .
Τότι μαναχές έβαφαμι τα σπίτια μας δεν είχαμι μαστόροι.
Κι η γιαγιάσ φεύγει πάλι….. τα αδέφλιατς ήταν έξι αδιλφές κι δυο αδέλφια …κι ουλου γκιζιέρζι.
Εριτι καμιά ώρα κουνιστή κι λυγιστή… κι μι βλέπει πουσταμένη… αλλά ήταν κουλπαδόρα.. κι καλά έκανι ήξηρι να ζεί.
μη βλέπει ιμένα κι ήταν τέτοιος κιρός πριν του πάσχα…. σκώνιτη κι υρνά ουπίσου…. λέου ιγώ γιατί αυτή ήρθι κι ύρσι ουπίσ… ιγώ τν έψαχνα… φώναζα μητέρα μητέρα τίπουτα… δεν πιέταν.
Εριτι κάποια στιγμή… τλέου πουσαν μητέρα που σέψαχνα… πήγα καλήμ στου νικουλαιδη κι σι πήρα ένα ύφασμα για ταγιέρ.
να ιδείς τι χρώμα καουό κυπαρισί…. κι παένου κι σμαριάνθη τγιμινιτζή…. ήταν πουλή καλή μουδίστρα… κι ήταν κι ανιψιά τς.
κι τλέου μαριάνθη μέχρι τν πασχαλιά δα του ράψς του ταγιέρ για τν παγώνα.
για να μη καλουπιάσ τώρα ….σ αυτά …..δεν υπήρχει πιο έξυπνη υναίκα.
καλά τλεόυ ήταν ανάγκη να πας πάλι… να παρς βιρισά… κι ναχουμι τουν πατέρα πάλι να πάει να πλιαρώνει κι να μας φουνάζει???
κοίταζει τδλειάσ…..μόνη που η μαριάνθη είχει πουλή δλεια κι πήγα κι παρακάλισα τν παγώνα σνταικινας…. κι μιπει δα μη κάνει του χατήρι …κι δα στου ράψι.
πηγα κι ιγώ να κάνου πρόβα… ένα καουό χρώμα κυπαρισί… κι πως μη πήγινη.
Μόλις μι τοραψι η θεία πούνκα πήγα κι ιγώ στου γήπηδου… ικεί ηταν η βόλτα μας… πάσχα γιουρτές.. ικεί βουλτάρζαμι ούλου…. επιζαν μπάλα ….κι ημείς χάζιβαμι.
Ε ικεί που βουλτάρζα…. κι είχα κι ένα καμάρι…. έριτι κι η θείασ η δημητρούλα (η κουνιάδατς παπαμαρίνου) μι τφιλινάδατς
… την ειρήνη τν τσιντίκου…. που ήταν μουδίστρα για να βουλταρίσν κι αυτές.
Μι χτάζ η θείασ απού μακρά …..η παγώνα μι τοκανε του ταγιέρ σταυρουτό κι μι έβαλι πουλά κουμπιά χρυσά ένα
κίτρινου χρώνμα ιάλτζαν κι ήταν κι κυπαρισί…κι τ ρουτά η ειρήνη ποιός τν έραψι του ταγιέρ τν πούνκα ??????
λέει η θείαμ δεν ξέρου….η γιαγιάσ δε τμαρτυρούσι τθυγατέρατς…….
λεει η ειρήνη τθείαμ νο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ στέκιτει…..
ύστρα μι πλησίασαν μειπαν μιγιά… κι σι λίγου ιρνώντας κατ του σπίτι…. μι βλέπει μια ιτόντσα αυτή ούλου μάουνι μι σνύιφτς κι μι λέει νο ΣΤΡΑΤΗΓΟ σ έφκιασει η πιθιράσ…τν πουνηριά ποχει…..σι σφαλνά μέσα κι χουσμιτέβς κι αυτή νο η πασβάντς όλη μέρα γκιζιαρίζ.
Αυτή ζήλιβι τγιαγιάσ τν ιβλεπ… ούλου έβγινι ντιμένη μι τουνκότσου τς κι είχει κι καλή ιπιδιρμίδα ουλου ρόζ στέκιταν.
Ινα ξικινήσει πρώτα…. απ τν αδιλφήτς τν παπαμιχάλινα….. να συνιχίσει σπλατέα….. στου γιότς του μύτη που… είχει του καφινείου… κι έφκιανι τα καλύτιρα κιφτιδάκια
να χάψ κι κάνα… μιτά απ τν άλλη στράτα που κατέβινι πιρνουσι απ τα δυό τς αδέλφια τς σ ντρουγκέι
η θείους η ντόνκας που είχει του πιρίπτιρου στη γωνία κι η θείους η παναγιώτης κάθουνταν σι μια αυλή.
Ιγώ μόλις πήγα σπίτι τνειπα τι μι είπει η ιτόντσα κι μια κι δύο παένει τν πιάνει κι τλεει
ακσι τι δα σι πού …..πέντι νύφες έχου…… γιρές να είναι…. η κάθε μια έχει τμυρουδιάτς…. πήρα κι δυο ορφανές………
ιγώ μαναχήμ ξέρου πως φκιάνου κι τμάνα κι ντ πιθιρά κι μι καμιά απού σπέντι δε μάουσα γιατί παίζου τν κουλουκυθιά για να πιρνούμι καουά .
Κι ισυ μόνη ιξιγιέσι κι όλη μέρα τροισι μσ νυιφης.