Καβακλιουτούδιαμ αγαπημένα σας χιρέτισα δε σας χιρέτισα
Η μάναμ όταν παντρεύφκει έμιναν όλοι μαζί μι τα πιθιρικάτς κι τα ελέυθερα κουνιάδια τς.
Οταν έσφαζαν μια όρθα όπους ουλις οι νύφις ντίχινι στου μιράδτς όταν έριταν η ώρα να φάν
κάνα λοιμούδι κι κάνα ξιχίδι απού του στήθους. Ετσι λοιπόν ίλιγι από μέσα τς κάθι φουρά μι καημό.
Δε δα βγούμι χώρια? Δα αγουράσου μια όρθα κι δα τφάου μαναχή.
Ετσι λοιπόν μόλις παντρεύηταν σι μια οικουγένεια ο ιπόμινος γιός, ο προηγούμινος
έπριπι να βγεί χώρια στου δικότ σπιτικό.
Ε αφού έφκιασαν κι του σπίτ μας είχαν έξουδα τότις κομα δε μπουρούσι να πραγματουποιήσει
τόνειρο σόρθας η μάναμ.
Ελια έλια έπιασι δουλειά σι ιταιρία δημοσίων έργων η μπαμπάκας μ οδηγός μπουλντόζας κι πήγαμι
όπους σας ειχα προυαναφέρει στχρυσούπουλη.
Μόλις ινγκι παζάρι κι πήγι μι τφιλινάδατς για πρώτη φουρά στου παζάρι πάντα μι του απαραίτητου ταγιέρ κι τα γυαλιά κι οι δυό κι είχαν κι ψηλουτάκουνα λέει κι ψηλές κι οι δυό χτάζι κι που γκιζιέρζαν κι τι να ιδεί.
Ένα κουβά λίρις να βλιπι δε ινά χαρεί τόσου πουλύ. Πουμάκοι που έρουνταν απού ντ ξάνθη κι πουούσαν πιτναρούδια.
Κατίνα λεει τφιλινάδα τς τώρα δα βγάου τα μιράκιαμ.
Είσι να πάρουμ απού τέσσερα η κάθε μια???
Τσούγκι μούτσκα κι τρυφιρούδια ήταν, σκέφτητι η μάναμ δα φάου κι κόπανου μόνι που του ουγάριασι έτριχαν τα σάλιατς .
Δα φκιάσουμι τα δυο αύρου κι τα άλλα δυό τν Κυριακή. Καλά λέει η φιλινάδατς δα πάρουμι όμως απ αυτόν που ταχει είκοσι δραχμές πιο φθηνά είνι ο άλλος ταχει 30 δραχμές.
Εντωμεταξύ ικεί που ένιταν η λαική ήταν σε απόσταση από το σπίτι μας κάτι σαν απού του κεπ μέχρι του δημαρχείου στα κουφάλια ινουώ.
Θα διέσχιζαν όλη την αγορά. Καμαρωτές καμαρωτές ξεκινούν αυτές μι δύο όρθις διμένες μι σχοινούδια στα πουδάρια στου ένα χέρι κι δυό στου αου χέρι.
Κατ μέση της διαδρομής ιρνά χτάζι η μάναμ οι δυό ψόφιες κι οι άλλις δυο μιλανιασμένις στου παρά πέντι.
Βλέπει κι σ φιλινάδατς τα ίδια.
Μαρή Κατίνα ιδεί κι ισύ βλέπου καά η μη φαινιτη?????
Ψόφιες όρθις κουαούμι κι πιρνούμι κι απ τα μαγαζιά κι μας βλέπει η κόσμος τέτοιες κυρίες μι γυαλιά. Σκώνει η μάναμ απ του ένα χέρι σδυό κι χιρνά να σχουρατεύει μη ψουφάτε καλέ κόμα στέκατι να πάμι σπίτι κι ύστρα πνάσκαζτι. Ιρνά κι σφιλινάδατς κατίνα ισί φταίς μάνι μάνι να πάρουμι απού σφτηνές αυτές άρρωστις ήταν κι μας ξιέουσαν.
Γλήουρα κόσιαζι κι μη χταιζς ουρα κι παέντς καμαρουτή ριζίλι ινγκαμει.
Μέχρι να φτάσν σπίτι ψόφσαν κι οι άλλις. Τώρα ουγαριάζν τι να σφκιάνς. Λέει η Κατίνα δόσι κι σι φκιές δα σριξου στου διπλανού οικόπιδου που ήταν ιμάτου χουρτάρια κι άδιου κι δα μας πάρι κάνας χαμπάρι.
Μιτά απού δυο μέρις παένι η μάναμ να πάρι αυγά απ’ τη σπιτουνικουκυρά σΚατίνας την κυρά Ανάστου που είχει πουλές ορθις κι ήταν πιλάτισα η μάναμ. Μόλις τζήτησι αυγά αχ κυρά παγώνα δεν ξέρου τι έπαθαν οι κότεςμ δυο δυό ψοφάνε κάθι μέρα τι δα κάνου δεν ξέρου.
Η μάναμ τν έκαψι του κρουμύδι. Παένι φουρσάτη σΚατίνα. Μάναμ Κατίνα τι έφκιασαμι.
Σώπα σώπα Παγώνα να μη μας ακούσν δε μ εκουψι να σθάψου κι σέριξα μες τα χουρτάρια κι οι όρθες σ κυρά Ανάστους ουλη μέρα ικεί βόσκν. Μη πείς κάπ γιατί ισύ τα λές για αστεία τι πάθαμι δα μι βγάλει απ του σπίτι κι πως δα μιτακουμίζου.
Σε μια βδουμάδα ιξουλουθρέφκαν ουλις οι όρθις σκυρά Ανάστους κι η μάναμ έσκασι που δε μπουρούσι να πεί σφιλινάδειτς του πάθηματς.
Αιντι πόστασα .