Αγαπημένα Καβακλιουτούδια κι Αρτλίκια,
Του ίδιου βράδ(ι) μαζώνουντι ούλου του σόϊ όπως ήταν, σ’ν Πέτρου τ’ν Παπαμιχάλινα, που ήταν όπους ξέρτι, απέναντι απ’ του σπίτ’ σ’ Πούνκας.
Κι προουδούν στου σπιτ(ι) σ’ Πούνκας, σ’φιλινάϊδ’ τ’ς, τ’ν Τασούλα κι τ’ν Κούλα να τ’ν καταφέρ’ν, να πεί του νιέ.
Ερουντι αυτές σ’πίτ(ι)μ φουνάζ’ν κι τουν πατέρα κι τουν αδιρφό’μ κι μας λιέν ούλου το σόϊ μας, είνει μαζουμέν(οι) στου σπίτ(ι) μας κι καϊτιρούν να πεί η Πούνκα του νιέ, ν’ ραβουνιάσ’ν μι του Γκόγκου.
Ιρνά ι πατέρας’μ κι ι αδερφός’μ κι σ΄λιέν(ει).
Ιμείς απ΄ τ’ν αρχή έστριξαμ(ι) κι χάλιβαμ(ι) πουλύ να πάρ(ει) η Πούνκα του Γκόγκου κι να πά(ει) σι τέτοια καλή οικουένια.
Ομους τώρα που ίνγκαν ιτσιά τα πράματα, δε μας πέφτ(ει) λόγους.
Είν(ι) απόφασ(η) μόνι σ’ Πούνκας.
Αμα πεί η Πούνκα του νιέ κι τουν σχουρέσ(ει) ιμείς δέχουμαστι.
Ιγώ λέου ΟΥΟΧ(Ι), δε δέχουμι.
Φέβγ’ν αυτιές κι υρνούν στου σπίτ(ι) τ’ς πουλύ σταναχουρμέν(ι)ς
Ιντουμιταξί ιγώ χίρσα να του ουγαριάζου πάλι, ιατί απ’ του μουκρά’μ τα χρόνια, ήμαν πουλύ φιλότιμ(η) κι δεν άριζα να σταναχουρού κι να προυσβέλνου κάνγκαναν.
Σι λίγου ξανάρουντι οι φιλινάδιηζ’μ κι τι μι λιέν.
Πούνκα, τουρά να πείς του νιέ, δα μας πάρ(ει) ι Γκέτις μι του ταξ(ι)’τ κι δα μας πάει στα Ιανιτσά κι δα γκιζιαρίσουμ(ι) κι δα γλιντίσουμ(ι).
Ι Γκέτις ι Παπαμαρίνου, ήταν ι άντρας σ΄αδιρφής τ’ Γκόγκου σ’ Δημητρούλας κι ήταν του πρώτου ταξί που είχει βγεί τότις στα Κουφάλια.
Ιγώ, μόλις άκσα ια γκιζιέρισμα, ήταν του φαί’μ.
Γλήουρα λέου πίτεις ν΄ρθν, σ΄καιτιρού.
Οσου να πάει κι να σ’ πούν, ια πότι μπούκαραν ούλ(οι) μαζί, πάλι μι του δίσκου στουλτζμένου μι του καρέ κι τα δώρα .
Κι σα χίρσαν να μ’ αγκαλιάζ’ν κι να μι φιούν κι να μη λιέν.
Ιμείς ισένα χάλιβαμι, ιμείς ισένα χάλιβαμι κι δε μας άκσ(ει).
Ι Γκόγκους μι πιρνά τ’ βέρα κι του δαχτυλίδ(ι), ι πιθιρός’μ του ουρουλό(ι) η πιθιρά’μ του σταυρουδάκ(ι) κι η κουνιάδ’μ σκουρίκια.
Κι ούλα τα στόλια ήταν στα μέτρα’μ.
Κι ιά να σπάσου τουν πάγου ιγώ, ιατί μ’ άριζαν τ’ αστεία, τι σ’ λέου.
Αχ ι δίσκους ιατάφτου ξέιρι μπρουστά’μ, αυταϊά τα στόλια ήταν ια τι μένα, ιρμπάμπ’ στα μέτρα ‘μ κι ισείς τα γκιζιέρσιτι σ΄ούλη τ’ν πλατέουα κι τα ίρσιτι πάλι ουπίσ’, ιατί η μοίρα, τα προυόρ΄ζ ια ιδά.
Κι σα χίρσαν ούλοι να χαρχαλιούντι κι να μ’ αγκαλιάζ’ν πουμέτα.
Η νύφ’μ κι ιγώ σα χίρσαμι να ρουπουτιούμιστι κι να τμάζουμι του τραπέζ(ι), κι να βάνουμι,σαουμούδια, τυρούδια, κασιρούδια, πιπιρούδια, ούλα τα καουά, αυτοί ήταν οι μιζίδις τότις και μια κανάτα κρασούδι κι του γλέντσαμι.
Τ΄ν άλλη μέρα του προυί, έτσι ήταν του έθιμου, ινά πάμι Σαλουνίκ να βουλταρίσουμι μι τουν ραβουνιασκό μας.
Ιμείς όμους είχαμι κι δλειά, να αουάξουμι κι τ’ όνουμα απ’ τ’ βέρα μ’.
Εριτι του προυί ι Γκόγκους να μι πάρι απ’ του σπίτ(ι) κι μόλις έβγιναμι απ’ τν αυλή, μάς όγιασι τα’ αδιρφού’μ του πιδί, ι Τζόνσουν.
Αυτός κοιμάταν απού βραδίς κι δεν άπχασι τι ίνγκει.
Κι μόλις μας βλέπ(ει) ρουτά τα’μάνατ μι τα μάτια’τ νύσταβα κόμα.
Μάκα που παένι η Πούνκα;
Παένι μι τουν ραβουνιασκό τ’ς Σαλουνίκ.
Ραβουνιασκόιτζ; Κι γώ θάρσα παένι κάνα πιδούδι στου σκουλιό.
Ιατί ι άντραζ’μ ήταν κουντός κι ιγώ λίγου κόμα ψιότιρι φουρούσα κι λίγου τακουνάκ(ι).
Ια να μι πάμι μαναχοί ,παίρνουμι κι μια φιλινάδα’μ παρέα που μόλις ραβουνιάσκι, κι αυτοί ουμιουπαθίς μι τι μας.
Τ΄ν έταξι ι πατέραιτς ένα μαγαζάκι σ’ν πλατέουα άφκει κι ι αραβουνιασκόιτ’ς τ΄ν φιλινάδα πούχει κι τν πήρι κι αυτήν ια του μαγαζάκι.