Η ΑΡΑΒΩΝΙΑ Mέρος 1


5
(6)
Αγαπημένα Καβακλιουτούδια κι Αρτλίκια,

Το πατρικό μου σπίτι, ήταν ακριβώς απέναντι, απ’ τουν Παπαμιχάλου. Η μιά γουνία ιμείς κι η άλλη αυτοί.
Τότις η Πέτρου η Παπαμιχάλινα είχει τέσσιρις θυγατέρις κι τρείς ιοί.
Σ’ φκή’μ τν ιλικία κι ιλεύθιρις νό τ’ μένα ήταν η Κούλα κι η Τασούλα κι έφκιαναμι πουλύ παρέα.
Τα βράδια ιμείς οι κουπέλις έφκιαναμι νυχτέρια. Μαζεύουμασταν ή στου σπίτ(ι) σ’μιάς ή στου σπίτ(ι) σ΄ αλνίς ,μι τα ιργόχειρά μας κι μασάλιβαμι κι δ΄λειά έφκιαναμ(ι) κι πιρνούσαμ(ι) πουλύ ουρέα.
Ι Γκόγκους ι Γάτους τότις παλκάρ(ι) κι ξάδιρφος πρώτους μι τα πιδιά σ’ Πέτρους, αφού ήταν αδιρφή σ΄μάνας τ’ σ’ Μάρους,όταν κατέβινει απ’ τ’ν πλατέα, αφού ήταν τόσο στινοί συγγινείς κι ήταν κι σ΄στράτα’τ, πιρνούσ(ει) να μας ιδεί κι να καλαμπουρίσ(ει).
Ενα τέτοιου βράδ(ι) μι νυχτέρ(ι), ίμασταν πάλι ούλοι μαζί κι σκώθκα να φύβγου ια του σπίτ’μ.
Σκώνιτι κι η Γκόγκους κι βγαίν(ει) κι αυτός μαζι’μ κι κεί σ’στράμας μι λιέι.
Παγώνα σι σιμπαθού κι σι κάμου μια πρότασ’ ν’ αραβουνάσουμι.
Ιπιδίς ξέρ’ς όμους σ’ν οικουγένειά’μ είμιστει πουά αδέρφια κι θέου κάτι να μι υπουστηρίξ(ει) ι πατέραϊζ.
Ενα χουράφ(ι) ουτιδήπουτις έχ’ν να μι δώσ’ν.
Καουά σάνι, ιγώ δα μιλήσου μι τουν μπαμπάκα’μ κι τουν αδιρφό’μ, πιστεύου να μι δώσ’ν κάτι κι δα σ’ απαντήσου αύρου.
Χιριτήθκαμι κι τράβηξι ι καθένας ια του σπίτ(ι)’τ.
Πήγα ιγώ σπίτ(ι), ι αδιρφός’μ ήταν παντριμένος, αλλά κάθουμασταν στου ίδιου σπίτ(ι).
Ιγώ ήμαν ουρφανή απού μάνα, ιατί τ’ν έχασα κόμα ντα ήμαν δικάξι χρόνια. Είχα μόνη τουν πατέρα’μ.
Σ’ φουνάζου κι σ’ δυό κι σ’ λιέου, ότι ι Γκόγκους ι Γάτους μι χαλέβι κι θέλ(ει) να ‘ραβουνιάσουμι.
Χαλέβι όμους να μη δώστει κι κάτι.
Ι μπαμπάκας’μ, κι ι αδιρφός’μ, χάρκαν πουλύ κι μι λέει η μπαμπάκας’μ.
Αμα είνει ια ταύτην τ’ν οικουγένεια κι σι ζητάει του Γατούδι δα σι δώσουμι κι δέκα στρέμματα χουράφ(ι) του καουό.
Ιατί είν(ει) καλή οικουγένεια κι δα ζήισ(ει)΄ς καλή ζουή. Κι άσι σ’ έρωτις, ιατί κι γώ μόνι μι τα μάτια, άριζα ένα γείτουνα που ήταν ψηός κι ίξιραν οι φκοί’μ.
Τότις τα κουρίτσια, άκουαν ότι σ’ ίλιγαν οι γουνείς κι τ’ αδέρφια τ΄ς.
Τ΄άουου του βράδ(ι), όπους τουν υπουσχέθκα να τουν δώσου απάντησ(η), μ’ είπει να βγούμι σ’ν πλατέα να φκιάσουμ(ι) καμιά βόλτα.
Ιμασταν αθώεις κι πουλύ τίμιες, ικείνα τα χρόνια,δεν είχαμι χίτς πουνηριά. Αφού ήταν συμφουνιμένα κι ιγώ δέχθ(η)κα.
Εφκιασαμ(ι) κάνα δυό βόλτις κι τουν είπα κι ιγώ ότι δέχθκαν τ’ν πρόταση, ι μπαμπάκας’μ κι ι αδιρφός’μ κι ότι τουν αρέζ’ν πουλύ κι αυτόν κι τ’ν οικουγένειά’τ κι μι δίν(ου)ν κι δέκα στρέμματα χουράφ(ι).
Χάρ’κει κι αυτός κι όταν κατέβιναμ(ει) ια του σπίτ(ι), μι λέει καληνύχτα κι σκύβ(ει) κι μη δίν(ει) ένα φιούδ(ι) στου μάγουου.
Μιτά δεν πιρνούσ(ει) απ΄ τ΄στράτα μας κι πίηνει απ’ άου δρόμου, ιατί αντράπκει, που μι φίλτσει.
Πέρασαν κάνα δυό τρείς μέρεις κι έριτει η ξαδέρφη΄τ κι φιλινάδα’μ η Τασούλα του βράδυ, ιά νυχτέρ(ι) σπίτ(ι) μας. Αυτή τ’ξειρ(ει) ούλα όσα ίνγκαν κι μι λέει Πούνκα, άσι του ιργόχειρου’σ κι κάτσι να σι πού, τι μας έφκιασαν.
Τ΄ν Κυριακή ι Γκόγκους ραβουνιάζιτει ιπίσιμα κι ιψές του βράδι έδουσι λόγου. Πάει η σινιφάδα σ’ θειάκας’μ σ’Γάτινας, η Χούτινα, που κάθουντι άτουρα κι σ’ έφκιασ’ πρότασ(η), να ραβουνιάσ’ν, μάνι μάνι τ’ν ανιψιά τ’ς μι του Γκόγκου.
Ιατί η ανιψιάτ’ς ίχει φίλου κάνα δυό τρία χρόνια κι μάουσαν κι χώρσαν κι απάν’ στου ινάτ’ς αυτή παέν(ει) σ΄θειάκα τ΄ς να παραπουνιθεί κι έκλειει. Τ’ν αψύχσει πουλύ αυτή κι τ’λέει μη σταναχουριέσ(ει) χίτς. Τουρά δα πάου στ’ συνυφάδα’μ δίπλα, ι Γκόγκους είνει ιά παντρά κι δα σ΄προυτείνου. Να σκάσ’ κι ι αϊγόρουιζ που σι χόρσει. Αυτή η δλειά, δα ένει, κι γλήουρα χεμ.
Κι παένει ικεί βρίσκει τ’ θειάκα’μ κι τ’λέει.
Κάκου η ανιψιά’μ μάουσ(ει) μι τουν αηγόρου τ’ς κι θέμει να τ’ν αραβουνιάσουμι πόψι χεμ, να σκάσει αυτός που τ’ν αρώχτσει κι σας δίνουμι κι του μαγαζί πόχ’ν σ’ν πλατέα.
Ι ξάδιρφους΄μ, όταν άκσει ια του μαγαζί έστριξει κι σένα σ’αστόισει. Ιατί καμάρουνει ια τουν αδιρφό’ τ του Μήτσου, που πήρι απού τ’ν παντρά’τ μαγαζί κι άνοιξει τέτοιου καουό καφινείου κι φκιάνει τα πιό καουά κιφτιδούδια.
Σι λέει κι γώ δα γλυτώσου απ’ του μπαξαβανλίκ(ι) κι δ΄ανοίξου κάνα μαγαζί.
Κι παένει ικείνου του ίδιου του βράδ(υ) κι δίνει του λόγου του σ’ φκοί τ’ς, τουν έταξαν κι του μαγαζί κι είνει μέσ’ τ’χάρη.
Κι τ’ν Κυριακή ένειτι ι ιπίσιμους αραβώνας.
Τότις μόλις ίνγκαν ικλογές κι βήκει Δήμαρχους ι Παύλους ι Γιουργιάδης κι ι Δήμους ι Γάτους βήκει σύμβουλους.
Κι φκιάν(ου)ν μια αραβώνια ιπίσιμι μι ακουρδιόν κι ήταν θυμούμι απόγιβμα
Ιγώ στέκουμαν σ΄ν αυλή ικείνη τ΄ν ώρα κι βλέπου τ΄ν αραβώνια να πιρνά μπρουστά απ’ του σπιτ’ μας αφού ίμασταν ιτουνιά μι του ακουρδιόν κι ούλου του σόι.
Η Τασούλα κρατούσι ένα δίσκου μι σ΄νύφ’ς τα δώρα . Ετσι ήταν του έθιμου τότις έστρουναν του δίσκου μι ένα κιντιμένου καρέ κι απάν’ αράδιαζαν τα χρυσαφικά κι τα πασουμάκια.
Κι κεί που χάζιβα κι έφτασαν μπρουστά απ του σπίτ(ι) μας βλέπου του γαμπρό ιρνά κι μ’ έριξι ενα βλέμα νο ντρουπιασμένος ιατί σι λέει αυτήν τώρα δα τ΄ν κακουφανεί.
Κι κείνι τ΄στιγμή όπους τους χάζιβα, γλιστρά η δίσκους μι τα δώρα απ’ τα χέρια σ’ Τασούλας, ιατί ήρσι κι αυτή να μι ιδεί κι σκρουπούν τα χρυσαφικά, μέσ’ στράτα καταής.
Κι σκύβ’ν ούλοι όσοι ήταν μπρουστά κι χιρνούν να τα μαζών’.
Κι ιγώ ικείν’ τ’ν ώρα που τους ίβλιπα, μπουρεί να μη τουν είχα αϊγόρου, τι είχαμι ένα βράδι βήκαμι βόλτα, αλλά είχα δώσ(ει) του λόγου μ’ κι ήταν σα να ήμαν δισβμιμένη.
Κι λέου απού μέσα’μ, δέσ΄τους πιρνάν κι απιδουνά.
Αντις να μη στιριώσ(ει).
Αυτό του είπα απού μέσα’μ.

Πόσο σας άρεσε το άρθρο απο το 1 έως το 5 ?

Πατήστε την 5η καρδιά αν σας άρεσε πολύ!

Μέσος Όρος 5 / 5. Vote count: 6

Δεν υπάρχουν ψήφοι μέχρι στιγμής.Γίνε ο πρώτος που ψηφίζει!

As you found this post useful...

Follow us on social media!

We are sorry that this post was not useful for you!

Let us improve this post!

Tell us how we can improve this post?

Recent Content