Αγαπημένα Καβακλιουτούδια κι Αρτλίκια
Εβαναμει κάνα δυό τραπέζια μι μιζέδεις, κουρούδεις κι κρασί, κι
ξικινούσι πάλι γλέντι μι χουρό κι τραγούδια.
Ιπιρναν τν προίκα, τν αράδιαζαν στου κάρου κι πιρνούσαν
απ΄τ΄γειτουνιά, ουραία στουλισμένου του κάρου, τ΄άλουγου μι κουδούνια.
Του βράδυ ύστρας έπιρνει ι γαμπρός τα μπρατίμια’τ κι έρουνταν σ’ νύφη
να φιλέψουμι του γαμπρό.
Ούλη μέρα του σαββάτου η χαρά ήταν σ΄νύφη. Σ’ φίλιβαμι αστιεύουμασταν
κι μπίτζι κι του σαβάτου.
Τν Κυριακή έρουνταν σπίτ΄μ οι φιλινάδις΄μ απού του προυί να μη
σιδιρώσν του νυφικό κι να μη χτινίσν. Τότι τα νυφικά δεν ήταν να τα
νοικιάζουμι . Οποια μπουρούσι κι έραβει φκοτ’ς του δάνειζι. Ιγώ
δανείσκα απ’ τν Αννα τν Καραγιέλου πούχει τουν Γκουρτσίλα τουν Παναϊώτη.
Είχει πάρα πουλύ ουραίου νυφικό φρέσκου, μαζί παντρέφκαμι σχιδόν,
είμισταν κι συγγινείς κι μ΄ τν πρώτ’ κουβέντα μι του δάνεισιν.
Οι φιλινάδις’μ μ’ έντσαν, κι μι τραγούτσαν τα τραούδια σ’ νύφης.
Αλλά συγκινήθηκα τόσου πουλύ, ιατί είμαν ουρφανή από μάνα κι ζούσα μι
του μπαμπάκα’μ, τουν αδιρφό’μ και τ’ νύφ’ μας .
(Μαρούλα: δεν μπουρού συγχωρέστι μι …να μην αναφιρθού στην πιο
συγκλονιστική στιγμή που ζώ από τις μέχρι τώρα αφηγήσεις της μάνας μου
στο κινητόμ……να μην αναφέρου να διηγείται και να κλαίει σ’ αυτή την
ηλικία των 87 της χρόνων κι… να τρέχ’ν τα δάκρυά μου κι μένα….. κι να
γράφου για τον καημό που υπήρχε κι υπάρχει ακόμη για την ορφάνια της….
στην πιο τρυφερή ηλικία της… που ριζώθηκ’ μέσα’ τς κι υπάρχει κόμα.
Σ’ όλες τις μανούλις κι σ’ φκή’μ που ιορτάζν αύρου… τ’ μιγαλύτιρ’
ιουρτή του χρόνου να είνει ιρές κι μόνι χαρές να παίρν’ απ’ τα
πιδιάτ’ς….. εύχουμι μι όλη τν ψυχή’μ.)
Η χαρά ήταν να ένει σ’ πέντι η ώρα σν ικλισιά τ’ Αϊ Γιώργη. Η γαμπρός
ήρθιν μ’ όλου τουν κόσμου’τ κι μ’ τ’ ακουρδιόν κι ξικίντσαν τα έθιμά
μας, ια τν πιο συγκινιτική στιγμή του γάμου, που ήταν ι απουχουρισμός
σ΄νύφς, απού του σπίτ΄ς.
Πήρι ι μπαμπάκας’ μια κανατούδα κρασί, ιγώ έσκυψα, μι στάβρουσι κι μι
χτύπσει τρείς φουρές σν πλάτη, μέδουκι να πιού τρείς φουρές, ιγώ τουν
φίλτσα του χέρι, κι αυτός μι φίλτσι τρείς φουρές σταυρουτά.
Μιτά πήρα ιγώ του μήου, ίρσα ανάπουδα κι τόριξα στουν κόσμου. Κι
ύστρας ξικίντσαμι ια τν ικλισιά κι βγαίνουντας απ’ του σπίτι μ’
έριχναν ρύζι.
Ι γκόγκους καμάρουνι κι μι θαύμαζι ια του πόσου όμουρφη νύφη ήμαν κι
σούλη τ’στράτα ιρνούσι κι μι κοίταζι χαμουιουαστός κι μ’ ήλιγει πόσου
ουραία ήμαν.
Ιγώ είχα παράνυμφη τ’ Μαργούδα, που ήταν ίδια ηλικία μι τι μένα, σ’
τρανίτιρις αδιρφής’μ σ’ Πένους, του κουρίτσι. Κι ι γκόγκους τουν
πρώτου’τ ξάδιρφου τουν Τάκη του Ντρούγκου.
Εγινει η χαρά κι μιτά απ’ τν ικλισιά, μας πέρασαν απ’ ούλη τν αγουρά
κι έβγαινι ι κόσμους απ’ τα καφινεία μι τν κανάτα του κρασί κι
κιρνούσαν του νούνου που μας πάντριψι κι έδιναν σ’ ιφχέιτς.
Όταν ιρνούσαμι να πάμι στου Γκόγκου του σπίτ’ ια του γλέντι, πέρασαμι
απ’ του σπίτ’ μας κι ύρσα κι κοίταξα σν αυλή του μπαμπάκα’μ που
έκλιει, ιατί τουν κοίταξα ουκτώ χρόνια, χήρου. Οι αδιρφές’μ ήταν
τρανές παντρέφκαν κι έφκαν. Απ’ τ’μια χαίριταν πάρα πουλύ που μι
πάντριβει, αλλά τουν στοίχσει πάρα πουλύ που μ απουχουρίσκει. Κι μένα
κόπκει η καρδιά΄μ κείνη τν ώρα, αλλά σκέφκα που είμαστει πουλύ κουντά
κι ινά τουν χτάζου πάλι.
Εφτασαμι σ΄ν αυλή τ΄Γκόγκου κι να είνει στρουμένα ούλα τα τραπέζια
είχαν κι τρανή αυλή.