Η ΧΑΡΑ ΜΕΡΟΥΣ (3)


5
(2)

Αγαπημένα Καβακλιουτούδια κι Αρτλίκια

Εφτασαμι στου σπίτ’ τ΄Γκόγκου κι να είνει στρουμένη, ούλη η αυλή μι 
τραπέζια, είχαν κι τρανή αυλή.

Η κιρός ήταν πουλύ καουός κι είχαμι καλέσει ούλου τουν κόσμου.

Πρώτ’ φουρά είδα στουν φκόμ του γάμου, να έχ’ν ούλοι μπρουστά τ΄ς 
ξιχουριστό πιάτου ι καθένας.

Ιπειδή ι κουνάδια΄μ ήταν πουλύ μιρακλού, διάταξι τν πιθιρά’μ, κι τν είπει.

Δε δα βάμι πιατούδια, πιατούδια, κι ούλοι από ένα πιατούδι, άους 
παίρνει κι άους δεν παίρνει μιζέ.

Δα βάμι κάθει έναν τ’μιρίδα’τ μπρουστά’τ μι πιάτου.

Τότι τα μουκρά κόσιαζαν, ουπίσ’ απού σ’ γάμοι, κι έρουνταν κι στου τραπέζ’.

Ουπίσ’ απού τα τραπέζια μαζώνουνταν, τα πιδούδια σ΄γειτουνιάς κι ξένα 
κι καιτηρούσαν, να τα δώσ’ν λίγου κασιρούδι , λίγη κουρούδα απού του 
γάμου.

Μετά ξικίνητσει η χουρός . Επρεπει ούλοι να πιάσν τ’νύφη απ’ του 
χέρ(ι) κι να τ’ χουρέψν κι να τ’ν πλιαρώσ’ν.

Μι πλιέρουναν κι μι τα κριμούσαν στου νυφικό, σ΄φιούσα του χέρ(ι) 
ούλνους κι μι χόριβαν.

Ι γαμπρός’μ τότι, σ’ κουνιάδας’μ ι άντρας βαστιέταν καλά, ήταν κι 
μιρακλής, μι κρέμασι ένα ουλόκληρου κατουστάρ’.

Τότις του κατουστάρ’ ήταν πουλύ. Ούλοι μόλις του ‘ιδαν, μάνα’μ 
θαμάζουνταν, τν κρέμασι κατουστάρ’. Οι πιρισότειρ(οι)’ άους δυό 
δραχμές, άους πέντε, ήταν οι παράδεις δύσκουλα τότι. Εμασα πουλιές 
παράδεις. Πόστασα να φιού χέρια.

Ντιφτέρα καιτιρούσαμι την οικουγένειά’ μ τ’ αδέρφια’μ ιατί ήταν του 
έθιμου σλατκαρακί. Εφκιαναν ένα σιδιρουσύν’πίτα, ιόμζαν μια όρθα 
ίπιρναν κι του δώρου….θυμούμι μήφιραν μια μπακιρένια λικάνη……κι ίλιγαν 
δα πάμι σ’ λάκταρακι να φλιέψουμι τα’νύφη.

Εβαναν κι σ ένα μήου ξυούδια κι ότι είχει ι καθένας απού τν 
οικουγένεια παράδις.

Τα ‘βαναν στου μήου ικεί απάν, τα’διναν μ’ ένα σκοινούδι κι όμζαν του 
μήου, πουχει απάνου τα ξυούδια μι λιφτά, κι γάνιαζαν τ’νύφη.

Το’ βαναν ψηουά στα κιραμίδια, δε μπουρούσι η νύφη ν’ ανέβει, τοβαναν 
ψηουά στου δέντρου του μήου μι τα λιφτά κι μι πέδιβαν μέχρι του βράδι, 
να μπορέσου να πάρου του μήου μι σ’ παράδεις.

Κι σ’έκαμναμι πάλι του τραπέζι. Κι τέλειουνι η γάμους μι τ΄ σλάτκαρακί 
έτσι τούλιγαν.

Πιο παλιά κουρτσούδ’ ήμαν κι πήιναμι πίσου απού σ’ γάμοι, ιατί πουλύ 
χέρουμασταν, θυμούμι που ιά του έθιμου αυτό…… στόλτζαν ένα γαιδούρι μι 
αρμάθεις, σκόρδα, κριμύδια, αρναούτια κι του πήγιναν σλάτκαρακί 
ντιφτέρα σ’νύφη.

Σι μας ύστρας ιξιλίχθκαν τα πράματα δεν τ΄ χαμει αυτά. Ήμασταν κόμα μουντέρν.

Του βράδ’ που πήγαμι να κοιμθούμει, μέτρησα σ’ παράδεις που μάζουξα κι 
ήταν χίλιεις πιντακόσιες δραχμές.

Κι λέου του γκόγκου. Αυτές οι παράδεις είνει φκές’μ, ξέρς πόσα χέρια φίλτσα;

Καουά λέει τι δα πάρς.

Να δε’ νέχου παλτό. Ηταν απρίλτς κι ουγάριαζα να πάρου νουρίς του 
παλτό, να τόχου, ια του χμώνα.

Μι λέει δώσει τώρα σ’ παράδεις σι μένα, πόχου στου νού’μ, να φκιάσου 
μια δλειά κι γώ του χμώνα, δα σι δώσου, ια να πάρς παλτό.

Τέλους πάντουν έστριξα.

Πουλύ ουραία ιθίματα είχαμι κι τότι ιά του γάμου.

Μπουρεί να ‘μασταν απλοί ανθρώποι, χουρίς πουνηριά, σιβόμασταν πάρα 
πολύ την πιθιρά, τουν πιθιρό τα κουνιάδια, σ’ θείους, ούλνους.

Αλλά ήταν ουραία χρόνια, ήταν ιφτιχισμένα χρόνια, μπουρεί να ήταν 
φτουχά, αλλά ιφτιχισμένα ιατί χαίρουμασταν μι του κάθει τι που είχαμει.

Πόσο σας άρεσε το άρθρο απο το 1 έως το 5 ?

Πατήστε την 5η καρδιά αν σας άρεσε πολύ!

Μέσος Όρος 5 / 5. Vote count: 2

Δεν υπάρχουν ψήφοι μέχρι στιγμής.Γίνε ο πρώτος που ψηφίζει!

As you found this post useful...

Follow us on social media!

We are sorry that this post was not useful for you!

Let us improve this post!

Tell us how we can improve this post?

Recent Content