Η ΧΑΡΑ ΜΕΡΟΥΣ (4)


5
(4)

Αγαπημένα Καβακλιουτούδια κι Αρτλίκια
Ντρίτη σκώθκαμι απού σαμπάλια, ύπνους, δε μας έπιασι.
Ιατί ινά ιμώσ(ει) η μπαχτσιάς. Είμασταν έτμοι να χιρίσουμι να 
χασλαντίζουμι τα ζαρζαβάτια.
Ιμείς μι του γκόγκου, πήραμι κι έντσαμι τ’ στουλιές μας, τα σκουτιά τα 
καθμιρνά.
Ιγώ του μπόγου’μ τουν είχα έτμο απ’ του σπίτ’ μ. Τ’ ρόμπα’μ ιά δλειά, 
του καμπανί, τα λάστιχα ούλα τα’ είχα σι μπόγου τλυγμένα, ιατί ήξιρα 
ότι ντρίτη δα πάμι γαμήλιου ταξείδ’, στου μπαχτσιά.
Αουξαμι κι οι δυό,  βήκαμι σν αυλή, έκατσα ιγώ στου κάρου, χίρσει να 
ζέφει τ’ άουγου η γκόγκους κι βγαίνει η πιθιρά’μ όξου.
  Ηταν πιο ξύπνια κι λέει.
ιατί νύφ’ στουλίσκητει έτσι διφτιριάσια νύφ’ κι μ’ έβαλτι απ’ του 
σπίτ’ κόμα τα σκουτιά σ’ δλειάς κι η γκόγκους τα ίδια;
Αφού δα πάμι ίσα στου μπαχτσιά να χασλαντίζουμι.
  Ακσει τι δα σι πού. Κατέβατι κι βάλτι τα σκουτιά που είχειτι ια 
ντιφτέρα. Ια ντιφτέρα έραβαμι μια ρόμπα μι κόκκινο βιλούδινο ιακά.
Κατιβαίνου κι ιγώ απ’ του κάρου κι βάνου τ’ ρόμπα’μ βάνει κι η 
γκόγκους τα καουά τα σκουτιά’τ.
Κάτσιτει πιδάκι’μ ψηουά στου σανίδ’, ντα παέντι πέρα πέρα, να σας 
βλέπ’ν ότι είστε νιόπαντροι.
Κι φτάνουμι στου μπαχτσιά. Ια να πάρου κι ιγώ θάρους μέχρι να 
συνηθίσου, είχα δυο κουνιάδια ικεί, αλλά πήραμι κι τν συνυφάδα’μ κι τν 
κουνιάδα’μ ν’μαστει μπλιούκι, παρέα.
Ι γκόγκους θάρσι, όπους φόρτουναν μι τουν κουνιάδου’μ του ντισγκιρέ, 
έτσι τουνίλιγαν, ήταν  ένα σανίδ’ μι δύο ξύουα.
  Πήρει κι φόρτουσι τα γλαστρούδια τ’αγγούρια, πρώτα πρώτα τ’ αγγούρια 
φύτιβαμι κι  ιόμσει του ντισγκιρέ, κι μι φουνάζ’ να τουν πάμι σ’ 
σταχτάδις, που ηταν έτμοι να χιρίσν να σπέρν’.
  Ιγώ είχα κάτι αδύνατα χιρούδια νο δράχτια, παένου κάνα δυό τρία 
διασκέλια κι κατσαρντού του ξύου που του κρατούσα, υρνούν ούλα τα 
γλαστρούδια κι τσακίζουντι ιατί ήταν χουμάτινα.


Και ιγώ αντράπκα, νύφ’ πράμα  κι να τσακίζου τόσα αγγούρια, πρώτ’ μέρα.
  Υρνά κι μι βλέπ’ ι πιθιρός’μ κι φουνάζ’ τ’ σινιφάδα’μ τν τρανή τ’ χρήστινα.
Ιάου ιδά, η νύφ’ δε μπουρεί να κουαλήσ’ του ντισγκιρέ, μόνη ισύ είσι 
απού καουαλείς ντισγκιρέ, δυνατή.
Κι φουνάζ’ αυτήν.  Ιγώ αντράπκα, του κατάλαβει κι μι λέει άϊντει νύφ’, 
πιάλια ισύ βουτάντσει του μαιντανό κι πιάλια φέρ(ει) νιαρό μια λαγίνα.
Του νιαρό ήταν στου σχουλείου, στου παπαμιχάλου του μαγαζί.
Κι παένου ιά νιαρό, παένου κι στου μαιντανό να βουτανίζου.
Αλλά ιγώ πουλύ σταναχουριούμαν. Ήμαν μπαχτσιαβάντσα, ήξιρα να σπέρνου, 
αλλά ντπρώτ’ μέρα δεν έπιασα μάτ(ι) κι τσάκσα τ’ αγγούρια.
Του μισιμέρ(ι) όμους πουλύ αρέσκα. Πρώτη, πρώτη αραδιάσκα ια του φαϊ 
απ’ κι ιγώ ήταν του γαμήλιου’μ τραπέζ(ι). Κι έτρουαμι μι μια όριξ’ , 
μασάλιβαμι, χαρχαλιούμασταν, ούλοι αραδιασμέν(οι) καταή, νο 
προυτουμαγιά ήταν.
Ιρσαμι απ’ του μπαχτσιά, παένου στουν πατέρα’μ, να τουν πού πως πέρασα 
κι ιγώ, τν πρώτ’ μέρα σου μπαχτσιά.
Τουν λέου, αχ τι έπαθα πατέρα, πρώτ’ μέρα τσάκσα ούλα τ’ αγγούρια.
Δε σι ουρμήνιψα ιγώ,  οι γαταίοι είνει πουλύ δουλιφτάρκοι κι 
σέρντδεις. Δα προυσέχ’ς πουλύ.
Καουά λιέου είνει νουρίς κόμα.
Ε ικείνου του καουκαίρι τόβγαουα κουτσά στραβά.
Ημαν κι νιόπαντρ’, σ’ έσκιαξα κι μι τα’ αγγούρια κι μι προυουδούσαν 
σ΄αφρές δλειές, ντουμάτις ν’ αραδιάζου, ντουμάτις να μαζώνου, να 
βουτανίζου στου μαιντανό, κι πέρασι του πρώτου καουκαίρι.
Ιδά μπίτσα τ΄χαρά΄μ κι του γαμήλιου’μ ταξείδι.
Δα συνιχίσου σ’ άουου μασάλ(ι) να σας πού,  πως τ΄φερει ι θιός κι ούλα 
τα καουκαίρια μέχρι να βγούμι χώρια μι του γκόγκου, κάτι μ΄βρισκει κι 
έφκιανα αφρές δλειές στου μπαχτσιά κι τι καουά πιρνούσαμι του χμώνα, 
που δεν είχαμι δλειές, στου μπαχτσιά.

Πόσο σας άρεσε το άρθρο απο το 1 έως το 5 ?

Πατήστε την 5η καρδιά αν σας άρεσε πολύ!

Μέσος Όρος 5 / 5. Vote count: 4

Δεν υπάρχουν ψήφοι μέχρι στιγμής.Γίνε ο πρώτος που ψηφίζει!

As you found this post useful...

Follow us on social media!

We are sorry that this post was not useful for you!

Let us improve this post!

Tell us how we can improve this post?

Recent Content