Χρονολογία 1951
ΠΑΣΤΑ ΚΙ ΚΡΕΜΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Ικεί, στου συνοικισμό των καρυωτών, που είχι του σπίτ’ς η αδιρφή’μ,
είχαν ένα έθιμου κι τούλιγαν πχάδι.
Μαζεύουμασταν, κουρίτσια κι αγόρια σ’ στράτα, κι όποιου αγόρι, χάλιβι
κάνα κουρίτσι, ικεί του πρότεινι.
Μασάλιβαμι χαρχαλιούμασταν ούλ(ι) μαζί κι πιρνούσαμι πουλύ οϋρέα.
Ιταν πουλύ αθώα χρόνια όμους, μόνι χτάζουμασταν μι τα μάτια, άμα
αρέζουμασταν, κι αυτό ήταν του φλέρτ μας.
Ικεί στου πχάδι, γνώρισα κι ιγώ ένα παλκάρ(ι). Ιταν ένα πουλύ νιάταβου
πιδί κι καταλάβινα απ’ του βλέμα’τ ότι μι φλέρταρ(ι).
Ιγώ είχα μιά μανία σ’ξανθοί, κι αυτός είχι, ένα σγουρό μαλί ξανθό, κι
κάτι μάτια γραμμένα πράσινα, κι τουν ήλιγαν Στάθη.
Ηταν τσιφλικάς, είχι πουά στρέματα μι βαμβάκια, κι μ’ ίλιγι Παγώνα
πάρ(ι) τν παρέα’σ κι ιάουτι στα χουράφια’μ.
Ιγώ μι σ’φιλινάδισ’μ, του φαί μας, γιατί κι καουά φαιά ι να μας
ταίζει, αφού είμασταν μπλιούκ(ι) κι να μας καουοπλιαρών(ι), γιατί
άπχαζα, ότι μι χάλιβι.
Κίντσαμι κι ιμείς, να παένουμι, μι του μιρουκάματου, στα χουράφια του Στάθη.
Κόμα απού τότις ,τα Ιαννιτσά, ήταν πουλύ πλούσιο μέρος. Ιμείς, τι
ίμασταν, τίπουτας δεν είχαμι στα Κουφάλια, φτώχια καταραμέν(ι).
Η αδιρφήμ κι μουδίστρα ήταν, αλλά τν είχι πάρ ικεί, γύρου στα δικάξι
χρόνια ήταν, μια συγγινής μας, η μπάμπου Ντόνου μι τ’όνουμα, που δεν
είχι πιδιά, κι είχι κι πιριουσία, ιά να τχάξει κι στα ιράματάτς.
Ι γαμπρός μ’, είχι κριουπουλίου, ικεί που είνι, η πιζόδρομους.
Βαστιούνταν καουά, κι μίρις κάθι μέρα είχι του σπίτ, κι ουκάνκα κι
ούλα τα καούδια.
Ασι που ιγώ του καλίτιρου φαί’μ, μόλις έρουμαν απ του χουράφ(ι), άμα
δε μαέριβι η αδερφή’μ, ινά κόψου απ του σουμούνι, δυό τρανές φέτες
ψουμί, ινα αλείψου φυτίν(η), ινά βάου κι αουάτι, κι έτρουα μι τέτοια
όριξ(η).
Ιαταύτους κι ιγώ, χάλιβα του παραπάν, να κάθουμι ικί, ιατί καλουπιρνούσα.
Ιχαν που λέτι, κι δυό καουά κέντρα, μι τραούδια στα ιαννιτσά.
Του ένα, ήταν εδώ σ’ναρχή του πιζόδρουμου, που είνι η ικλησιά
τ’Αιώρ(η) κι λέϊταν Κηφισιά .
Κι του δεύτιρου ήταν, απάν τέρμα, που ένιταν κι του παζάρ(ι), κι είχι
ένα πάρκου, κι λέιταν του Πάρκου.
Οι δύο οι φιλινάδις’μ, είχαν αηγόροι απ τα Κουφάλια, που σ΄παντρέφκαν
αργότιρα.
Η Τούλα είχι του Λούντα κι η Κούλα είχι του Γκαβάνα.
Η αδιρφήμ, αφού είχαν τουν τρόπουτς, μας ίπιρναν σ’κυριακές, κι μας
πήιναν στου πάρκου να διασκιδάσουμι.
Πώς χέρουμασταν, ινά στουλτσούμι, ινά χτινιστούμι, κι πιτούσαμι στα σύνιφα.
Οι αηγόρ(οι) όμους, ήξιραν του συνήθιου σ’ αδιλφής μ’, αφού σ’ίλιγαν
οι φιλινάδις μ’, κι ίπιρναν τα πουδήλατα, κι κόμα κάνα δυό αρτλίκια,
κι έρουνταν τσιάκ στα ιαννιτσά, κι σκάριαζαν σ΄ένα τραπέζ(ι) στου
κέντρου, αλλά κουντακινά μι τι μας, ια να χτάζουμιστι.
Η αδιρφήμ σ’ ήξιρι, αφού ήταν πατριώτ(οι), χιριτιούνταν κι μόλις αούσι
η ουρχήστρα, κάνα ταγκό, σκώνουνταν ένας, ένας, ζητούσαν τν άδια απ
του γαμπρό’μ, κι μας ίπιρναν κι χόριβαμι, κι μόλις μπίτζι η χουρός,
κάθουμασταν πάλι ι καθένας στου τραπέζ’τ.
Μια μέρα που ίμασταν στου μπλιούκ(ι) του Στάθη, μόλις μπίτσαμι του
μάζουμα, κι ιόμσαμι τα χαράρια μι του βαμβάκι, μας κάνει πρότασ(ι) η
Στάθης.
Δα σας αφήκου στα σπίτια σας μι του κάρου, κι δα συναντηθούμι σι μισή
ώρα, ιδά σ’γουνία ,κι δα σας πάου βόλτα κι δα σας κιράσου μια πάστα.
Άλλ(η) χάρ(ι) ιμείς πάλι, πλύθκαμι, άουξαμι γλιούρα, γλιούρα,
ανταμώθκαμι κι ούλοι μαζί κατέβκαμι απ του συνικισμό σν πλατέουα.
Ιγώ είχα τουν γαμπρόμ, νο κηδιμόνα, κι ήταν κι αυστηρός, κι μίλιγι δα
βγεις βόλτα μι σφιλινάδ(ι)ζ, αλλά ύστρας, όταν δα έριτι η ώρα να
κλείσου του κριουπουλίου, δανάρισι στου μαγαζί, να φεύγουμι μαζί ια
του σπίτ(ι).
Ιμείς ντιμ μας έζιψαν, σα χίρσαμι να βουλταρίζουμι, παν κάτ, πάν κάτ,
κι να μασαλέβουμι, μπιτζό δεν είχαμι ,απ’ τ’ χαρά μας.
Ιγώ ιδίους, που είχα κι τουν υπουψήφιου μαζι’μ, πως καμάρουνα.
Κάποια ώρα μας λέει ι Στάθης, κουρίτσια άντι φτάν(ι) βουλτάρσαμι, πάμι
στου κέντρου σν’ Κηφισιά, να σας κιράσου μια πάστα, κι ν’ ακούσουμι κι
μια τουρκάλα τραγουδίστρια που ίφιραν.
Ιγώ ρουτού τν ώρα, κι ήταν μόλις χιρνούσαν, να σφαλνούν τα μαγαζιά.
Μάναμ τώρα τι να φκιάσου.
Λέου Στάθη, ξέρς πόσο χαλέβουμι, κι ιμείς, να πάμι να διασκιδάσουμι
λίγους ,αλλά ξέρς τι αυστηρός είνι ι γραμπρόσ’μ.
Δε δα μ αφήκι, μι τίπουτας, να πάου χωρίς τ’συνουδίατ.
Κι τι τουν λέου, θε’μ μόνι που τ’ουγαριάζου τουραιά, αντρέπουμι κόμα
κι πουλύ, πως τούπα.
Αφού δε δα μπορέισ’ ,να μας κιραισ’ σ’ πάστις, δε μας δίντ’ς σ’
παράδις, να πάρουμι από μια κρέμα δημητριάδη;
Κι τι να φκιάσ’ ι καϋμένους, μας δίν’ σ’ παράδις, κι ιμείς
κουσιαντάκ(ι) στου μαγαζ(ι), κι πήραμι ούλις απού μια κρέμα.
Εμ μας πλέρουσι, καουό μιρουκάματο στου χουράφ(ι), έμ τουν πήραμι κι
σ’ παράδις, για τν πάστα.
Κόμα σκυουαντρέπουμι